Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
ἄκερως (-ω), -ων (Α)ο άκερος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κέρως < γεν. κέρα(σ)ος της λ. κέρας.