άκερως

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

Greek Monolingual

ἄκερως (-ω), -ων (Α)
ο άκερος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + κέρως < γεν. κέρα(σ)ος της λ. κέρας.