ακριβάζω
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Greek Monolingual
ἀκριβάζω (Α)
1. ἀκριβῶ
2. παθ. υπερηφανεύομαι γι’ αυτό που είμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκριβής.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκρίβασμα, ἀκριβασμός, ἀκριβαστής.