πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
ἀκρονιφής (-οῡς), ές (Α)αυτός που έχει χιόνια στην κορφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -νιφὴς < αιτ. νίψα «χιόνι»].