Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
ἀμβλῶ (-όω) (Α)ἀμβλίσκω.[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του ρ. ἀμβλίσκω.ΠΑΡ. αρχ. ἀμβλωθρίδιοςμσν.ἀμβλώθριον].