Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
ἀμβλῶ (-όω) (Α)ἀμβλίσκω.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Παράλλ. τ. του ρ. ἀμβλίσκω.ΠΑΡ. αρχ. ἀμβλωθρίδιοςμσν.ἀμβλώθριον].