αμβλώ

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353

Greek Monolingual

ἀμβλῶ (-όω) (Α)
ἀμβλίσκω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Παράλλ. τ. του ρ. ἀμβλίσκω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμβλωθρίδιος
μσν.
ἀμβλώθριον].