αναθύμημα

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek Monolingual

το αναθυμάμαι
1. αναπόληση του παρελθόντος, ανάμνηση, θύμηση
2. αντικείμενο χρήσιμο για ανάμνηση, ενθύμιο, αναμνηστικό.