ανάμνηση
From LSJ
Greek Monolingual
η (AM ἀνάμνησις) ἀναμιμνήσκω
ανάκληση στη μνήμη, αναπόληση, ενθύμηση
νεοελλ.
1. αυτό που αναπολεί κανείς, που φέρνει στη μνήμη του
2. ενθύμιο, αναμνηστικό
3. στον πληθ. οι αναμνήσεις
τα απομνημονεύματα
μσν.
1. «ὁ ἐπὶ τῶν ἀναμνήσεων», αξιωματούχος στο Βυζάντιο, επιφορτισμένος να υπενθυμίζει στον αυτοκράτορα τα ονόματα πολιτών που διέπρεψαν, για να λάβουν τις πρέπουσες τιμές
2. τμήμα της Θ. Λειτουργίας που έχει ως κέντρο τους ιδρυτικούς λόγους του Χριστού του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας
3. φρ. «εἰς ἀνάμνησιν λαμβάνω», φέρνω στον νου μου, σκέπτομαι
αρχ.
1. ανακεφαλαίωση
2. (για θυσίες) ενθύμηση υποσχέσεων (τάματος) στους θεούς
3. αναμνηστική θυσία
4. φρ. «ἀνάμνησίν τινος λαμβάνω», φέρνω στον νου μου, αναπολώ.