ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
ἀναμαρμαίρω (Α)(για φυσητήρα σιδηρουργού) κινούμαι γρήγορα.[ΕΤΥΜΟΛ. ἀνα- + μαρμαίρω «αστράπτω»].