πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
ἀναρραγής, -ές (Μ)ο άρρηκτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- στερ. + -(ρ)ραγής < ρήγνυμι].