ἀναρραγής

From LSJ

πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναρραγής Medium diacritics: ἀναρραγής Low diacritics: αναρραγής Capitals: ΑΝΑΡΡΑΓΗΣ
Transliteration A: anarragḗs Transliteration B: anarragēs Transliteration C: anarragis Beta Code: a)narragh/s

English (LSJ)

ἀναρραγές, = ἄρρηκτος, Sch.A.Pr.6 (s.v.l.).

Spanish (DGE)

-ές irrompible Sch.A.Pr.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναρραγής: -ές, ἀρραγής, «ἀναρραγέσι, ταῖς μὴ ἐχούσαις φύσιν ῥήγνυσθαι» Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Προμ. 6 πρὸς ἐξήγησιν τοῦ ἀρρήκτοις.

Greek Monolingual

ἀναρραγής, -ές (Μ)
ο άρρηκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- στερ. + -(ρ)ραγής < ρήγνυμι].