ανανδρικός

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn

Menander, Monostichoi, 292

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που γίνεται με άνανδρο τρόπο, αυτός που αρμόζει σε άνανδρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνανδρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικό Λεξικό τών Σχινά-Λεβαδέως ως απόδοση του γαλλ. poltronesque].