ανανδρικός

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που γίνεται με άνανδρο τρόπο, αυτός που αρμόζει σε άνανδρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνανδρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικό Λεξικό τών Σχινά-Λεβαδέως ως απόδοση του γαλλ. poltronesque].