ανδρειώνω
From LSJ
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
Greek Monolingual
και αντρειώνω (AM ἀνδρειῶ, -όω)
μέσ. παίρνω δύναμη ή θάρρος
νεοελλ.
1. ανδρειεύω
2. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) αντρειωμένος και αντρειωμένος, -η, -ο
δυνατός και γενναίος
μσν.-αρχ.
δίνω θάρρος.