ανδρόλεθρος
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
Greek Monolingual
ἀνδρόλεθρος, -ον (Μ)
εκείνος που οδηγεί τους άνδρες στον όλεθρο.
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
ἀνδρόλεθρος, -ον (Μ)
εκείνος που οδηγεί τους άνδρες στον όλεθρο.