ανδρόλεθρος
From LSJ
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
Greek Monolingual
ἀνδρόλεθρος, -ον (Μ)
εκείνος που οδηγεί τους άνδρες στον όλεθρο.
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
ἀνδρόλεθρος, -ον (Μ)
εκείνος που οδηγεί τους άνδρες στον όλεθρο.