ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart
ἀνδρόμεος, -έα, -ον (Α)ανθρώπινος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + επίθημα -μεος, το οποίο συνδέεται πιθ. με το αρχ. ινδ. -maya].