ανθρωπογενής
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
Greek Monolingual
(Μ ἀνθρωπογενής, -οῡς, -ές)
ο γεννημένος από ανθρώπους.
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(Μ ἀνθρωπογενής, -οῡς, -ές)
ο γεννημένος από ανθρώπους.