ανθρωπογενής

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source

Greek Monolingual

ἀνθρωπογενής, -οῦς, -ές)
ο γεννημένος από ανθρώπους.