ανθρωπικός
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀνθρωπικός, -ή, -όν)
1. ο ανθρώπινος
2. αυτός που ταιριάζει σε άνθρωπο
3. αυτός που αναφέρεται στα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ανθρώπου.