ἀνθρωπικός

From LSJ

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωπικός Medium diacritics: ἀνθρωπικός Low diacritics: ανθρωπικός Capitals: ΑΝΘΡΩΠΙΚΟΣ
Transliteration A: anthrōpikós Transliteration B: anthrōpikos Transliteration C: anthropikos Beta Code: a)nqrwpiko/s

English (LSJ)

ἀνθρωπική, ἀνθρωπικόν, human, ἔργα Philol.11, cf. Pl.Sph.268d; ἡ ἀ. ἀρετή EN1102b12, cf. 1178a21, al.: ἀνθρωπικόν [ἐστι], c. inf., it is like a man, suited to man's nature, ib.1163b24, al.: Comp. ἀνθρωπικώτεροι, οἱ, the commoner specimens of humanity, Plot.2.9.9; ἀ. μῦθος a play dealing with human characters, Ar.Fr.3D.; παρασκευή Phryn.PSp.135B. Adv. ἀνθρωπικῶς Luc.Zeux.4, Plu.2.999b, Porph.Abst.3.4.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1humano, del hombre, propio del hombre ἔργα Philol.B 11, οὐ θεῖον ἀλλ' ἀ. Pl.Sph.268d, ἀρετή Arist.EN 1102b12, 1178a21
ἀνθρωπικόν (ἐστι) c. inf. es cosa humana, propia de la naturaleza humana Arist.EN 1163b24
compar. οἱ ἀνθρωπικώτεροι el tipo de hombre más común Plot.2.9.9, ἀνθρωπικώτερον ... ἐστὶ τὸ Ξενοφῶντος más cercano a lo humano es lo que dice Jenofonte Ph.2.480
en lit. crist. op. ‘divino’ νόμος Athenag.Leg.32.4, δοξαστικὴ ἀπόδειξις ἀ. Clem.Al.Strom.2.11.49
relativo a lo meramente humano τὸν περιπατητικόν (λόγον) ὡς ἀνθρωπικώτατον Origenes Cels.1.10, cf. Hom.18.6 in Ier., ἐμφάνεια Gr.Nyss.Apoll.230.15.
2 que se refiere a los hombres μῦθος Ar.Fr.32A, παρασκευή Phryn.PS Fr.21.
II adv. ἀνθρωπικῶς = en forma humana Luc.Zeux.4, Plu.2.999b, Porph.Abst.3.4
en términos humanos Dion.Ar.DN M.3.857B
como hombre de Cristo, Dion.Ar.Ep.M.3.1072A.

German (Pape)

[Seite 234] menschlich, den Menschen betreffend, im Gegensatz des Göttlichen sowohl, als des Tierischen, οὐ θεῖον ἀλλ' ἀνθρωπικόν Plat. Soph. 268 d, was wohl nicht zu ändern ist in ἀνθρώπινον, obwohl es sonst bei Plat. nicht vorkommt. – Adv., Luc.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d'homme, humain ; τὰ ἀνθρωπικά ARSTT les affaires humaines ; ἀνθρωπικόν ἐστι ARSTT il est conforme à la nature humaine de, inf..
Étymologie: ἄνθρωπος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρωπικός: Plat., Arst., Plut. = ἀνθρώπειος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωπικός: -ή, -όν, ὁ ἀποβλέπων ἢ ἀνήκων εἰς ἄνθρωπον, ἀνθρώπινος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ θεῖος, οὐ θεῖον, ἀλλ’ ἀνθρωπικὸν Πλάτ. Σοφ. 268D (ὁ Heind. ἀνθρώπινον), καὶ συχν. παρ’ Ἀριστ., ἡ ἀνθρωπικὴ ἀρετὴ (ὁ Bywater ἀνθρωπίνη) Ἠθ. Ν. 1. 13, 14· αἱ γὰρ κατὰ ταύτην ἐνέργειαι ἀνθρωπικαὶ 10. 8, 1· ἀνθρωπικὸν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., εἶναι ἀνθρώπινον, ἁρμόδιον εἰς τὴν φύσιν τοῦ ἀνθρώπου, αὐτόθι 8. 16, 4, καὶ ἀλλαχοῦ· τῶν ἀνθρωπικῶν ἁπάντων (ὁ Bywater τῶν ἀνθρωπίνων) = τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, αὐτόθι 3. 3. 6. - Περὶ τῆς διακρίσεως τοῦ ἀνθρωπικὸς ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπειος ὁ Μέγας Ἐτυμολόγος σημειοῦται τὰ ἑξῆς: «ὑϊκὸν δέρμα οὐχ εὕρηται ἐν χρήσει, εἰμὴ παρὰ Ἀξιονίκῳ· ἡμάρτηται δέ, οὐδέποτε γὰρ λέξις σημαίνουσα μέρος σώματος ἔχει εἰς κον κτητικόν, ἀλλὰ διὰ καθαροῦ τοῦ ον, οὐ γὰρ λέγομεν χοιρικὸν κρέας, ἀλλὰ χοίρειον, οὐδὲ ἀνθρωπικὸς πούς, ἀλλ’ ἀνθρώπειος· οὕτως οὐ δεῖ λέγειν ὑϊκόν, ἀλλ’ ὕειον δέρμα». - Ἐπιρρ. -κῶς Λουκ. Ζεῦξ. 4, Πλούτ. 2. 999Β. - Ἴδε ἀνθρώπινος ἐν τέλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀνθρωπικός, -ή, -όν)
1. ο ανθρώπινος
2. αυτός που ταιριάζει σε άνθρωπο
3. αυτός που αναφέρεται στα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ανθρώπου.

Greek Monotonic

ἀνθρωπικός: -ή, -όν (ἄνθρωπος), αυτός που χαρακτηρίζει ή αναφέρεται στον άνθρωπο, ανθρώπινος, σε Πλάτ.· επίρρ. -κῶς, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἄνθρωπος
of or for a man, human, Plat. adv. -κῶς, Luc.

Translations

Afrikaans: mens; Albanian: njerëzor; Arabic: بَشَرِيّ‎, إنْسَانِيّ‎; Aragonese: umano; Armenian: մարդկային; Assamese: মানুহ, মানৱ; Asturian: humanu; Azerbaijani: bəşər, insan, bəşəri, insani; Belarusian: чалавечы, людскі́; Bengali: মানবীয়, মানুষিক; Bulgarian: човешки; Burmese: မနုဿ; Catalan: humà; Central Sierra Miwok: míw·y-; Chinese Mandarin: 人的, 人類的, 人类的; Choctaw: okla; Czech: lidský; Danish: menneskelig; Dutch: menselijk, mens-; Esperanto: homa; Estonian: inim-, inimese; Finnish: inhimillinen, ihmis-; French: humain; Old French: umain, humain; Galician: humano; Georgian: ადამიანური; German: menschlich; Gothic: 𐌼𐌰𐌽𐌽𐌹𐍃𐌺𐍃; Greek: ανθρώπινος; Ancient Greek: ἀνθρωπικός, ἀνθρώπειος; Hebrew: אֱנוֹשִׁי‎; Hindi: इंसान, मनुष्य, मानव, इंसानी, मानवी; Hungarian: emberi; Ido: homa; Indonesian: manusia; Interlingua: human; Irish: daonna; Italian: umano; Japanese: 人の, 人間の; Kazakh: адами, адам; Khmer: មនុស្ស; Korean: 사람의, 인간의; Kyrgyz: адам; Lao: ມະນຸດ; Latin: humanus; Latvian: cilvēcisks; Limburgish: miensjelik; Macedonian: човечки; Malay: manusia; Manchu: ᠨᡳᠶᠠᠯᠮᠠᡳ, ᠨᡳᠶᠠᠯᠮᠠ; ᠊ᡳ; Maori: tangata; Maranao: manosiya; Mongolian: хүний; Ngazidja Comorian: -a kibinadamu; Norwegian Bokmål: menneskelig; Occitan: uman; Old Occitan: uman, human; Old English: mennisċ; Oriya: ମନୁଷ୍ୟ; Pashto: انساني‎, بشري‎; Persian: انسانی‎, بشری‎; Polish: ludzki, człowieczy; Portuguese: humano; Romanian: omenesc, uman; Romansch: uman, human, umaun; Russian: человеческий, людской; Sanskrit: मानव, मनुष्य, मानवीय, मानुष्यक; Scots: human; Scottish Gaelic: daonna; Serbo-Croatian Cyrillic: љу̀дскӣ; Roman: ljùdskī; Slovak: ľudský; Slovene: človeški, ljúdski; Sotho: motho; Spanish: humano; Swedish: mänsklig; Sylheti: ꠝꠣꠘꠥ, ꠝꠣꠘꠥꠡ; Tajik: одамӣ, инсонӣ, башарӣ; Telugu: మనిషి; Thai: มนุษย์; Tsonga: munhu; Turkish: beşeri, insani; Turkmen: ynsany; Ukrainian: людський; Urdu: انسانی‎; Uyghur: ئىنسانىي‎; Uzbek: insoniy, odamiy, bashariy; Vietnamese: người; Welsh: dynol; Yiddish: מענטשלעך‎; Yoruba: ènìyàn