στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
τοανταύγεια, φεγγοβολιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < αντιφεγγίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Ιάκωβο Πολυλά].