αντιφέγγισμα

From LSJ

οὐδ' ἄν Χρόνος ὁ πάντων πατήρ δύναιτο θέμεν ἔργων τέλος → not even Time, the father of all, could undo their outcome

Source

Greek Monolingual

το
ανταύγεια, φεγγοβολιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντιφεγγίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Ιάκωβο Πολυλά].