Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
ἀόρχης (-ους), ο (Α)αυτός που δεν έχει όρχεις, ο ευνούχος.