ευνούχος

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek Monolingual

και μουνούχος, ο (ΑΜ εὐνοῦχος, Μ και μουνοῦχος και ᾿ μνοῦχος, Α και ως επίθ. εὐνοῦχος, -ον)
1. αυτός που έχει υποστεί ευνουχισμό, ο εκτομίας
2. αυτός του οποίου έχουν αφαιρεθεί οι γεννητικοί αδένες και έχει καταστεί ανίκανος για συνουσία
αρχ.
1. (για τον καρπό του φοίνικα) αυτός που δεν έχει κουκούτσι
2. ως επίθ. αυτός που φυλάει την κλίνη, ο άγρυπνος («λαμπάδες εὐνούχοισιν ὄμμασιν», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευνή + -ούχος. Το μόνο συνθετικό στο οποίο απαντά ο τ. ευνή ως α' συνθετικό, ενώ ως β' συνθετικό εμφανίζεται το μόρφημα -ούχος (< έχω), πρβλ. διπλωματούχος, ταλαντούχος.
ΠΑΡ. ευνουχία, ευνουχίζω
αρχ.
ευνουχείον, ευνουχίας, ευνούχιον
μσν.
ευνουχιχός.
ΣΥΝΘ. αρχ. ευνουχοειδής, ευνουχώδης].

Translations

eunuch

Arabic: ⁧خَصِيّ⁩, ⁧مَخْصِيّ⁩; Armenian: ներքինի; Belarusian: еўнух, скапец, кастрат, лягчанец; Bulgarian: скопец; Catalan: eunuc; Chinese Mandarin: 閹人/阉人, 公公, 宦官; Coptic: ⲥⲓⲟⲩⲣ; Czech: eunuch, kastrát; Danish: eunuk; Dutch: eunuch, castraat; Esperanto: kastrito; Finnish: eunukki, ruuna; French: eunuque, castrat; German: Eunuch, weiblicher Eunuch, Kastrat; Greek: ευνούχος; Ancient Greek: ἄγονος, ἄνορχος, ἀόρχις, ἀπόκοπος, ἀποσπάδων, βακέλας, γάλλος, ἐκτετμημένος, ἐκτομιαῖος, ἐκτομίας, ἐντομίας, εὐνοῦχος, σπάδων; Hebrew: ⁧סָרִיס⁩; Hindi: हिजड़ा; Hungarian: eunuch; Icelandic: geldingur; Ido: eunuko; Irish: coillteán; Italian: eunuco; Kazakh: әтек; Latin: spado, eunuchus, thlasias; Macedonian: евнух, скопец; Malay: sida-sida; Maori: unaka; Mongolian: тайган; Norwegian Bokmål: evnukk; Nynorsk: evnukk; Occitan: eunuc; Persian: ⁧خواجه⁩; Polish: eunuch, kastrat, rzezaniec, trzebieniec; Portuguese: eunuco; Russian: евнух, скопец, кастрат; Sanskrit: अक्षत; Serbo-Croatian: eunuh; Spanish: eunuco; Swedish: eunuck; Tagalog: bating, eunuko; Thai: ชันที; Tibetan: ཉུག་རུམ; Turkish: hadım; Ukrainian: є́внух, скопець, кастрат; Volapük: homen; Walloon: unuke; Yoruba: òkóbó

castrated

Arabic: ⁧خَصِيّ⁩, ⁧مَخْصِيّ⁩; Assamese: খাহী; Azerbaijani: axta; Bengali: খাসী; French: castré; Greek: ευνούχος, ευνουχισμένος; Ancient Greek: ἄνορχος, ἀόρχις, ἀπόκοπος, ἀποσπάδων, βαγώας, γάλλος, ἐκτετμημένος, ἐκτομιαῖος, ἐκτομίας, ἐντομίας, εὐνοῦχος, μοριότμητος, σπάδων, τομιαῖος, τομίας, χλούνης; Hungarian: herélt, kiherélt, ivartalanított, kasztrált; Italian: castrato; Kazakh: кестірілген; Latin: sectarius; Maori: rahopoka; Mongolian: агталсан; Portuguese: castrado; Spanish: castrado; Tagalog: puhag, basig; Yakut: ат