ἐλευθέρα Κόρκυρα· χέζ' ὅπου θέλεις → Corfu is free; shit where you want
-α, -ο απολύω1. (για εξετάσεις) αυτός που διεξάγεται για την αποφοίτηση από σχολή, με τη λήξη των σπουδών2. το ουδ. ως ουσ. το απολυτήριο (εκπαιδ. -στρ.)αποδεικτικό αποφοίτησης, εκπλήρωσης θητείας.