αποστραβώνω

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

Greek Monolingual

1. (για πράγματα) καθιστώ κάτι πιο στραβό από ό,τι ήταν πριν
2. (για ανθρώπους) καθιστώ κάποιον εντελώς τυφλό, αποτυφλώνω.