αποτυφλώνω

From LSJ

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244

Greek Monolingual

(AM ἀποτυφλῶ, -όω, Μ κ. -τυφλώνω)
1. καθιστώ κάποιον τελείως τυφλό, αποστραβώνω
2. μτφ. αποτρελαίνω κάποιον, τον κάνω να μη μπορεί να σκέπτεται λογικά
3. (-ομαι) αισθάνομαι ενόχληση, θάμπωμα στα μάτια μου, θαμπώνομαι
αρχ.
1. κόβω τον οφθαλμό (μάτι) ενός φυτού
2. (για πηγή) φράζω.