απόνερα
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
Greek Monolingual
τα
1. βιομηχανικά απόβλητα
2. ναυτ. κυματισμός που δημιουργείται από την αύλακα την οποία αφήνει το πλοίο καθώς διασχίζει τη θάλασσα, τα «νερά του καραβιού».