μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
ἀριστουργός, -όν (Μ)αυτός που κάνει άριστα έργα.[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -ουργός < έργον].