αριστουργός

From LSJ

μηδεμίαν εἶναι προθεσμίαν τῆς ἐπιλήψεως → there shall be no limit of time set to making a claim

Source

Greek Monolingual

ἀριστουργός, -όν (Μ)
αυτός που κάνει άριστα έργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -ουργός < έργον].