αρχιλιμενοφύλακας
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
Greek Monolingual
ο
βαθμός υπαξιωματικού του λιμενικού σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι- + λιμενοφύλαξ(-κας). Ο τ. αρχιλιμενοφύλακες μαρτυρείται από το 1896 στα Βασιλικά διατάγματα].