λιμενοφύλαξ
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, harbour-watcher, Aen.Tact.29.12: title of magistrate at Carystus, IG12(9).8 (ii B.C.), 9 (i B.C.); τὸν λιμενοφυλακοῦντα Ἀθηναίων may perhaps be restored, ib.22.133.23 (iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 47] ακος, ὁ, der Hafenwächter, Aen. Tact. 29.
Greek (Liddell-Scott)
λῐμενοφύλαξ: -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων ἢ φρουρῶν τὸν λιμένα, Αἰν. Τακτ. 29.