μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.
και αστενικός, -ή, -ό (AM ἀσθενικός, -ή, -όν) ασθενής1. ο φιλάσθενος, αυτός που εύκολα αρρωσταίνει2. ο ανίσχυρος3. αυτός που προκαλεί ασθένειες.