οἱ ὧδε χέζοντες εἰς ὥρας μὴ ἔλθοιεν → a curse on those who relieve themselves here, a curse on those who shit here
ἀτρακτυλ(λ)ίς, η (Α)ονομασία αγκαθερού φυτού από το οποίο κατασκεύαζαν αδράχτια.