βρογχικός
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους βρόγχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρόγχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο].