χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good
γελωτουργός, -όν (Μ)αυτός που προκαλεί το γέλιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < γέλως (-ωτος) + -ουργός < έργον].