γελωτουργός

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source

Greek Monolingual

γελωτουργός, -όν (Μ)
αυτός που προκαλεί το γέλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γέλως (-ωτος) + -ουργός < έργον].