αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale
γελωτουργός, -όν (Μ)αυτός που προκαλεί το γέλιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < γέλως (-ωτος) + -ουργός < έργον].