Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
γηοῡχος, -ον (Μ)αυτός που έχει γη, ο ιδιοκτήτης γης.[ΕΤΥΜΟΛ. < γη + -ούχος < έχω].