διαπιστώνω
From LSJ
Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck
(AM διαπιστῶ, -όω)
1. εξακριβώνω, βεβαιώνομαι μετά από έρευνα και έλεγχο ότι κάτι είναι αναμφισβήτητα αληθινό και ακριβές.