έρευνα

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source

Greek Monolingual

η (AM ἔρευνα)
1. η ενέργεια του ερευνώ, ανίχνευση, ζήτηση, αναζήτηση, ψάξιμο
2. επιμελής εξέταση, προσπάθεια για ανεύρεση ή διευκρίνηση αμφισβητούμενων πραγμάτων ή καταστάσεων
νεοελλ.
1. λεπτομερής μελέτη, προσεκτική σπουδή που αποβλέπει στη διευκρίνηση θεωριών, την επίλυση προβλημάτων, την ερμηνεία φαινομένων ή καταστάσεων (α. «ἐρευνα τών Αγίων Γραφών» β. «επιστημονική έρευνα» γ. «έρευνα της οικονομικής καταστάσεως»)
2. στρ. η εξερεύνηση του εδάφους με ανίχνευση προς αναζήτηση του εχθρού σε ορισμένη περιοχή, κατόπτευση τών δυνάμεων και τών θέσεων του κ.λπ.
3. γεωλ. το σύνολο τών γεωλογικών μελετών και εργασιών που αποβλέπουν στην ανεύρεση και αξιοποίηση κοιτασμάτων πετρελαίου
4. φρ. α) «σωματική έρευνα»
β) «έρευνα κατ’ οίκον» — οι έρευνες που διενεργούνται από την αστυνομία σε ύποπτα άτομα για ανακάλυψη όπλων ή κλοπιμαίων
μσν.
επιμέλεια, φροντίδα, επιστασία
αρχ.
εξερευνητική, εξεταστική εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ερευνώ, υποχωρητικός σχηματισμός (πρβλ. δίαιτα < διαιτώμαι)].