διόρυξη

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt

Menander, Monostichoi, 547

Greek Monolingual

η (AM διόρυξις) διορύσσω
η διασκαφή, το να διανοιγεί με σκάψιμο τάφρος ή υπόγειος διάδρομος.