διόρυξη

From LSJ

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source

Greek Monolingual

η (AM διόρυξις) διορύσσω
η διασκαφή, το να διανοιγεί με σκάψιμο τάφρος ή υπόγειος διάδρομος.