δρεπανιστής
From LSJ
Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
segador Ast.Soph.Hom.15.5, Chrys.M.59.488, 61.773.
Greek Monolingual
(θηλ. -ίστρια) (AM δρεπανιστής, Μ και δρεπανίτης)
αυτός που θερίζει με δρεπάνι.