δρεπάνι
From LSJ
Greek Monolingual
και δρέπανο και δραπάνι και δράπανο, το (AM δρεπάνη, η και δρέπανον και δράπανον, το
Μ και δρεπάνι(ν), το και δρέπανος, ο) δρέπω
κυρτό, θεριστικό, κοφτερό εργαλείο με ξύλινη λαβή που χρησιμοποιείται κυρίως για τον θερισμό χόρτων και δημητριακών
μσν.- νεοελλ.
φρ. «το δρεπάνι του Χάρου» — φανταστικό δρεπάνι με το οποίο ο χάρος θερίζει τους ανθρώπους
νεοελλ.
1. ο θάνατος («ο δρέπανος του θανάτου»)
2. φρ. «το δρεπάνι του φεγγαριού» — για το φεγγάρι εξαιτίας του καμπύλου σχήματος
αρχ.-μσν.
είδος κυρτού ξίφους, χατζάρα.