δοξολόγημα
From LSJ
Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor
Spanish (DGE)
-ματος, τό
alabanza, glorificación Ephr.Ant. en Phot.Bibl.245b26.
Greek Monolingual
το (AM δοξολόγημα)
εγκωμιαστικός λόγος.