εγκληματικός

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐγκληματικός, -ή, -ό)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έγκλημα
νεοελλ.
αυτός που μπορεί να χαρακτηριστεί ως έγκλημα («εγκληματική αδιαφορία»)
μσν.
1. ως επίθ. ποινικός
2. ως ουσ. εγκληματίας
αρχ.
αυτός που έχει κλίση προς την κατηγορία, φιλόδικος.