ἐγκληματικός
Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel
English (LSJ)
ἐγκληματική, ἐγκληματικόν,
A liable to cause disputes, Arist.EN1162b16, Pol.1335a4. Adv. ἐγκληματικῶς = as an accuser Vett.Val.293.35.
II ἐγκληματικὴ δίκη criminal suit, Cod.Just.4.20.16; αἰτία ἐ. PMonac.7.62 (vi A. D.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I que suscita querellas de la relación amistosa basada en τὸ χρήσιμον Arist.EN 1162b16, τὸ πάρεγγυς de la proximidad de edad, Arist.Pol.1335a4.
II jur.
1 acusador del dedo índice Melamp.Sal.A 101.
2 criminal, penal κεφάλαια ... χρηματικά [τ] ε καὶ ἐγκληματικά cargos civiles y criminales, BGU 2173.15 (V d.C.), αἰτία PMonac.7.62 (VI d.C.), δίκαι Cod.Iust.4.20.6.
III adv. ἐγκληματικῶς
1 suscitando querellas Vett.Val.281.12.
2 de modo acusatorio, como imputación τοῦτο ἐ. διηγεῖται Epiph.Const.Haer.66.63.7
•con acusación criminal Ath.Scholast.Coll.5.5.
German (Pape)
[Seite 708] ή, όν, zum Vorwurfe, zur Anklage gehörig, dazu geneigt; Arist. pol. 7, 16 Eth. Nicom. 9, 15. – Adv., Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne une accusation ou un accusateur.
Étymologie: ἔγκλημα.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐγκληματικός, -ή, -ό)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έγκλημα
νεοελλ.
αυτός που μπορεί να χαρακτηριστεί ως έγκλημα («εγκληματική αδιαφορία»)
μσν.
1. ως επίθ. ποινικός
2. ως ουσ. εγκληματίας
αρχ.
αυτός που έχει κλίση προς την κατηγορία, φιλόδικος.
Greek Monotonic
ἐγκληματικός: -ή, -όν, επίδικος, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκλημᾰτικός: склонный обвинять Arst.
Middle Liddell
ἐγκληματικός, ή, όν [from ἔγκλημα
litigious, Arist.