εντελής
From LSJ
οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.
Greek Monolingual
-ές (AM ἐντελής, -ές)
1. τέλειος, πλήρης («τὸν μισθὸν ἀποδώσω 'ντελῆ», Αριστοφ.)
2. (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που γίνεται στον μέγιστο βαθμό, απόλυτος
μσν.
φρ. «ἐντελὴς εἴς τι» εντελώς καταρτισμένος
αρχ.
1. (για άνθρ.) ο τέλεια ανεπτυγμένος («ἐντελεῑς τὴν ἡλικίαν», Αιλ.)
2. οἱ ἐντελεῑς
αυτοί που κατέχουν πλήρη αστικά δικαιώματα.