Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
ἐξαποπέμπω (Μ)αποπέμπω βιαίως, διώχνω εντελώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αποπέμπω «διώχνω»].